Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κλίμακος βάϑρα

См. также в других словарях:

  • ενήλατον — ἐνήλατον, το (Α) [ενελαύνω] 1. αυτό που μπήγεται, που εμβάλλεται 2. μακρύ ξύλο, δοκός, δοκάρι 3. στον πληθ. ἐνήλατα τα ξύλινα σκαλιά, που προσαρμόζονται στις μακριές, όρθιες πλευρές τής ανεμόσκαλας («κλίμακος ἀμείβων ξέστ ἐνηλάτων βάθρα», Ευρ.) 4 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»